top photo

Οι Μουσικές της καθ' ημάς Ανατολής

proedros

Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, στα παράλια της Σμύρνης, στη  Κωνσταντινούπολη, στη Σύρο, στις εργατικές τάξεις της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, στις ΗΠΑ ξεκίνησε η δημιουργία μιας νέας μουσικής, η οποία διαδόθηκε στη κυρίως Ελλάδα μετά το 1922,με μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα.

Ιδιαίτερα, η πολυπολιτισμική Σμύρνη, με την έντονη πολιτιστική ζωή και την ανθηρή οικονομία της, γέννησε μια πλούσια μουσική Παράδοση που μεταλαμπαδεύτηκε στη μητέρα Ελλάδα. Οι μικρές σμυρναίικες ορχήστρες, οι δημοφιλείς εστουδιαντίνες -με μαντολίνα, κιθάρες, σαντούρια, βιολιά, κανονάκι, ούτι, λύρα -έπαιζαν στα μαγαζιά της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης , με το γλέντι και τους χορούς να κρατούν ως το πρωί. Ενώ, η εύπορη αστική τάξη της Σμύρνης επέλεγε τη λυρική σκηνή, τη μουσική επιθεώρηση και την οπερέτα που είχαν ταξιδέψει στην Ανατολή, μέσω των εμπόρων.

Η μουσική αγωγή στα σχολεία, όπως για παράδειγμα στην Ευαγγελική Σχολή, έπαιζε σημαντικό ρόλο. Πολλοί μουσικοί είχαν υψηλή παιδεία, ως απόφοιτοι φημισμένων ωδείων, όπως ο συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης. Οι περίτεχνες γνώσεις και οι μουσικές αυτές θα συντρόφευαν, αργότερα στην Ελλάδα, όσους  θα επιβίωναν της Καταστροφής, διαμορφώνοντας το λαϊκό αστικό τραγούδι.  Έτσι, ιδρύθηκαν οι πρώτες «ρεμπέτικες κομπανίες», με μπουζούκι και μπαγλαμάδες.

Η μαζική μετανάστευση προς τις πόλεις, οι Έλληνες της διασποράς (Πόντου, ακτών Μαύρης θάλασσας, Μικράς Ασίας), η φτώχεια, η ανεργία, ο κοινωνικός υποβιβασμός, η εγκληματικότητα έφεραν και γαλούχησαν ένα νέο είδος τραγουδιών με μελωδία απλή και εύκολη. Το πονεμένο τραγούδι της ελληνικής Ανατολής αναβιώνει τις αλησμόνητες πατρίδες. Ο ζειμπέκικος, ο καρσιλαμάς, ο χασάπικος, ο χασαποσέρβικος αποτέλεσαν τη μαγιά για τους ρεμπέτικους σκοπούς.  Φημισμένος Σμυρνιός ο Γιοβανίκος που έγραψε το περίφημο  Μινόρε της αυγής, ο Στελλάκης  Περπινιάδης κ.α.

Πολλές οι πιθανές ερμηνείες της προέλευσης της λέξης. Η παλιά τουρκική λέξη «ρεμπέτ» σήμαινε «του υποκόσμου» και «ρεμπέτς» αυτοί που δεν υπακούουν στις Αρχές. Ισως πάλι το αρχαίο ρήμα «ρέμβω» που σημαίνει περιπλανιέμαι να είναι στη προέλευση της.

Μέχρι το 1922, δυο σχολές ρεμπέτικου ξεχωρίζουν. Η σχολή της Σμύρνης (Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή) με τους ανατολίτικους αμανέδες με συνοδεία από βιολί, σαντούρι και ούτι (λαγούτο).  Και η σχολή του Πειραιά με τη μεγάλη μορφή του Συριανού Μάνου Βαμβακάρη, συνθέτη της «Φραγκοσυριανής» και το Γιάννη Παπαϊωάννου.   Ακολουθεί η δεύτερη γενιά με τους Βασίλη Τσιτσάνη, Μανώλη Χιώτη, Γιώργο Ζαμπέτα και τις μοναδικές φωνές της Σωτηρίας Μπέλλου και της Μαρίκας Νίνου.

Η δικτατορία του Μεταξά ασκεί λογοκρισία και τα απαγορεύει.  Ενώ, « στα φριχτά χρόνια του εμφυλίου πολέμου, τόσο γεμάτα από μίσος και θάνατο, τα λαϊκά αυτά κομμάτια …ήταν το στοιχείο που μας ένωνε» ,ένιωθε ο Μίκης Θεοδωράκης. Την ίδια περίοδο, ο Μάνος Χατζιδάκις  τα αγκαλιάζει ως αυθεντική λαϊκή τέχνη υψίστης ποιότητας και ήθους. «Τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική.»

Μετά τον εμφύλιο, βγαίνει από το κοινωνικό περιθώριο, γίνεται μόδα, όμως χάνεται  η ένταση των συναισθημάτων με τη μαζική παραγωγή.  Στη δεκαετία του ΄50 ,το ρεμπέτικο γίνεται λαϊκό τραγούδι, η μουσική γίνεται πιο δεξιοτεχνική.

 

Σήμερα, τα ρεμπέτικα αποτελούν ένα από τα στοιχεία της Άυλης Πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας, σύμφωνα με την UNESCO.

Η μνεία στο όνομα της μουσικολόγου- λαογράφου και ιδρύτριας του κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (1930) Μέλπως Μερλιέ  (1890-1979) είναι εκ των ουκ άνευ. Χάρη σε αυτήν, διασώθηκαν οι παραδοσιακές μουσικές της πρώτης γενιάς προσφύγων από το Πόντο,  τη Καππαδοκία και τις άλλες μικρασιατικές κοινότητες, όπου ανθούσε ο ελληνισμός.  Φωνογράφησε και κατέγραψε το μουσικό πλούτο των εκπατρισμένων, κληροδοτώντας ένα μοναδικό αρχείο.  Ανάμεσα σε άλλα, κατέγραψε 66 Ρουμελιώτικα τραγούδια από την Αρτοτίνα  Δωρίδας και το Κεφαλόβρυσο Τριχωνίδας, τα οποία εξέδωσε (1935) με τον τίτλο «Τα τραγούδια της Ρούμελης».

Tα μικρασιάτικα και τα ρεμπέτικα τραγούδια υπήρξαν τα πρώτα   ακούσματα μιας σπουδαίας ερμηνεύτριας   και μουσικολόγου της Δόμνας Σαμίου, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στη συγκέντρωση και τη μελέτη της παραδοσιακής μας μουσικής.

«Στην αρχή η μητέρα μου, όπως όλοι οι πρόσφυγες έμενε σε αποθήκες, σε σχολεία, μετά τους δώσανε αντίσκηνα στη Καισαριανή […]βάλανε γκαζοτενεκέδες και τάβλες να κάνουνε οι άνθρωποι κρεβάτι μες στο αντίσκηνο να κοιμηθούνε […]. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν από κει, παρόλο τον καημό  που είχανε, παρόλο το πόνο που χάσανε τη πατρίδα τους και τα σπίτια τους και τα έχει τους, βρήκανε δουλειά σιγά σιγά εδώ και το κέφι δεν τους έλειπε. Πίναν το κρασάκι τους, το ουζάκι τους, τραγουδούσανε. Τα βράδια δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι να φάμε και παίρναμε μια ρέγγα από το μπακάλη, και τρώγαμε τέσσερα άτομα, πίναμε και μπόλικο νερό, φούσκωνε η κοιλιά μας και κοιμόμασταν.» Έτσι αφηγείται τη ζωή της η Δόμνα Σαμίου, γεννημένη στη Καισαριανή, στην Αθήνα, από γονείς Μικρασιάτες πρόσφυγες.

Από μικρή αγαπούσε την ελληνική παραδοσιακή μουσική, με πρώτα της ακούσματα τη μουσική της Μικράς Ασίας.  Διδάχτηκε βυζαντινή και δημοτική μουσική, κοντά στο Σίμωνα Καρρά  και συνέχισε να την ερευνά και να την καταγράφει σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, κληροδοτώντας μας μιας ανυπολόγιστης αξίας μουσική κληρονομιά. Γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς.  Στις συναυλίες της, στο εξωτερικό, οι «άνθρωποι κάθονταν με ευλάβεια» και παρακολουθούσαν, όπως η ίδια έλεγε, ερχόμενοι σε επαφή με τους μοναδικούς ήχους από λαούτα, τουμπελέκια, σαντούρι, κλαρίνα, βιολιά.  Μέσα από τη φωνή και το πάθος της, γνωρίσαμε κρυμμένους λαϊκούς θησαυρούς της λαογραφίας μας.

 

Μανώλης Καλομοίρης

"Το μινόρε της αυγής", παρτιτούρα

Η Μέλπω και ο σύζυγός της Οκτάβιος Μερλιέ

Κανονάκι

Σαντούρι

Ούτι

Ρένα Εσκενάζυ

Το θέατρο της Σμύρνης